- ποτοπτάζω
- Α(δωρ. τ.) προσορῶ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. λ. ποτί) + ὀπτάζομαι «ορώμαι, φαίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτοπτάζειν — ποτοπτάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)